- φυσομανώ
- φυσομανάω αμετ.1) дуть сильно и непрерывно (о ветре); 2) задыхаться (от гнева, ярости)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσομανώ — και φυσομανάω Ν 1. (για άνεμο) πνέω με μεγάλη ένταση και διάρκεια 2. μτφ. (για πρόσ.) είμαι πολύ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ + μανώ*] … Dictionary of Greek
φυσομανώ — αμτβ., φυσώ δυνατά και αδιάκοπα (για άνεμο ή θυμωμένο άνθρωπο): Ο αέρας φυσομανούσε όλο το βράδυ και έριξε τις γλάστρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek
φουσουρίζω — και φουσουρώ, άω, Ν φυσομανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
φυσομάνημα — το, Ν [φυσομανώ] ισχυρό και συνεχές φύσημα … Dictionary of Greek
φυσομανητό — το, Ν [φυσομανώ] φυσομάνημα … Dictionary of Greek
φυσομανάω — (σπάν. φυσομανώ, παρατατ. ούσα) βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής